Λέσχη Ανάγνωσης

 

parathiro

 

Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά.
Για ν' αποκαλύπτουν ορίζοντες.
Για να υπόσχονται το "παραπέρα".
Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ' άδεια δωμάτια.
Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στούς λευκούς τοίχους....

Ο. Ελύτης

DIAXORISTIKO1

 

picaso

Γιάννης Ρίτσος, [Η μητέρα μου] (από τον ?Ορέστη?)

«?Κ? η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, -
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
?μια πεταλούδα μπήκε απ? το παράθυρο?,
ή: ?ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος?,
ή ?θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες?,
ή ?μου διαφεύγει μια νότα απ? αυτήν την ευωδιά της νύχτας?,
και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει ?
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ? η τρυφερή επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), -
τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
μ? αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου,
καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας,
κ? ήταν εκεί, φωτισμένη απ? τα κάτω,
μ? εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν? ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν? ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο ?
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση
ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, ? πάντα φοβόμουνα
μήπως χαθεί απ? τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, -
όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ? έξω τα υπέροχα
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση
της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε ? τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ?βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη
ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά
να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου
σ? ένα καυτό, θερινό μεσημέρι.
Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα,
επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» [?]
(Γ. Ρίτσος, ?Ορέστης, Τέταρτη διάσταση?, εκδ. Κέδρος)


 

DIAXORISTIKO1

gataki

[Όλοι στο συγκρότημα διαμερισμάτων ήξεραν ποιος ήταν ο «Άσχημος» . Ο Άσχημος ήταν ένας μικρός γάτος που περιφέρονταν στη γειτονιά και αγαπούσε τρία πράγματα σε αυτόν το κόσμο: να παλεύει με τους άλλους γάτους, να τρώει σκουπίδια αλλά και τα χάδια, όταν τα έβρισκε.
Ο συνδυασμός αυτών των πραγμάτων σε συνδυασμό με την ζωή που πέρασε στους δρόμους, είχαν την επίδρασή τους στον Άσχημο. Για παράδειγμα ο μικρός γάτος είχε μόνο ένα μάτι και εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει το άλλο, βρίσκονταν στη θέση του μια τρύπα. Δεν είχε όμως μόνο αυτό το πρόβλημα. Του έλειπε και το αυτί από την ίδια πλευρά που δεν είχε μάτι, ενώ το αριστερό του πόδι πρέπει να είχε σπάσει άσχημα στο παρελθόν και να επουλώθηκε με αφύσικο τρόπο γιατί στο περπάτημα του, δεν θύμιζε με τίποτα μια γάτα.
Όλοι είχαν προειδοποιηθεί να μην αγγίξουν αυτή τη γάτα. Ένας άντρας όμως το έκανε και του άλλαξε τη ζωή
Ο Άσχημος θα ήταν ένας όμορφος άσπρος γάτος, αν δεν υπήρχαν οι πληγές που κάλυπταν το τρίχωμα του, στο κεφάλι του, στο λαιμό του, ακόμη και στους ώμους του. Κάθε φορά που κάποιος έβλεπε τον Άσχημο είχε πάντα την ίδια αντίδραση: «Πω πω, πόσο άσχημη είναι αυτή η γάτα!!!»
Όλα τα παιδιά είχαν προειδοποιηθεί να μην τον αγγίζουν και οι ενήλικες του πέταγαν πέτρες, τον κλωτσούσαν και τον έδιωχναν όταν προσπαθούσε να πλησιάσει στις πόρτες τους.
Ο Άσχημος είχε πάντα την ίδια αντίδραση στις επιθέσεις των ανθρώπων. Αν του πέταγες νερό με το λάστιχο, στέκονταν πάντα ακίνητος μέχρι να βαρεθείς και να σταματήσεις. Αν του πέταγες πέτρες, αντί να τρέξει, σε πλησίαζε περισσότερο και έτριβε το ψηλόλιγνο σώμα του στα πόδια σου, σαν να σε συγχωρούσε για τη πράξη σου.
Κάθε φορά που ο Άσχημος έβλεπε μικρά παιδιά, έτρεχε γρήγορα προς το μέρος τους για να ακουμπήσει με το κεφάλι του τα χέρια τους, ικετεύοντας για την αγάπη τους. Αν αυτά δεν τον έδιωχναν αμέσως, έπαιρνε θάρρος και άρχιζε να γλύφει με μανία τα παπούτσια, τα παντελόνια ότι μπορούσε να βρει, σαν τους έλεγε «Ευχαριστώ που με αποδέχεστε όπως είμαι»
Μια μέρα ο «Άσχημος» θέλησε να μοιραστεί την αγάπη του με το όμορφο χάσκι ενός γείτονα. Το χάσκι όμως δεν ήταν τόσο ευγενικό και φιλικό με τον Άσχημο.
Όλοι η γειτονιά άκουσε τις κραυγές του δύστυχου γάτου την ώρα που το χάσκι τον δάγκωνε άσχημα σε όλο του το σώμα. Κάποιοι φιλεύσπλαχνοι γείτονες μόλις κατάλαβαν τι συμβαίνει, έτρεξαν για να τον βοηθήσουν. Ήταν όμως πολύ αργά για τον Άσχημο. Όταν πλησίασαν ήταν πια φανερό ότι η θλιβερή ζωή του, είχε φτάσει στο τέλος της.
Ο Άσχημος ήταν ξαπλωμένος στη μέση μιας μεγάλης κόκκινης κηλίδας. Τα πίσω πόδια και το κάτω μέρος της πλάτης του, είχαν πάρει ένα αφύσικο σχήμα, ενώ είχε τρομερές πληγές σε όλο του το σώμα.
Κάποιος άντρας, τον λυπήθηκε, τον σήκωσε και προσπάθησε να τον μεταφέρει στο σπίτι του για να τον περιποιηθεί. «Καθώς τον μετέφερα, μπορούσα να ακούσω τον συριγμό και το λαχάνιασμα του. Μπορούσα να αισθανθώ τον αγώνα που έδινε για να κρατηθεί στη ζωή» είπε αργότερα.
Την ώρα που ο άντρας έτρεχε προς το σπίτι του κρατώντας στην αγκαλιά του το τραυματισμένο γατί, κάτι ένιωσε. Γύρισε το βλέμμα του και είδε τον ετοιμοθάνατο Άσχημο να προσπαθεί, με όση δύναμη του είχε απομείνει, να τρίψει το κεφάλι του πάνω του. Ο άντρας τον χάιδεψε και αυτός γύρισε, τον κοίταξε με το ένα του μάτι και άρχισε να κάνει αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν όλα τα γατιά όταν νιώθουν χαρά και ευχαρίστηση. Ακόμα και στις τελευταίες της στιγμές, μέσα σε τρομερούς πόνους, αυτή η σημαδεμένη γάτα το μόνο που ζητούσε ήταν λίγη αγάπη, ίσως και λίγη συμπόνια.
«Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι ο Άσχημος είναι το πιο όμορφο, το πιο τρυφερό πλάσμα που είχα δει ποτέ μου» είπε ο άντρας αργότερα. «Δεν προσπάθησε ούτε μια φορά να με δαγκώσει, να με γρατσουνίσει ή να παλέψει για να με αποφύγει. Ο Άσχημος απλά με κοίταξε σαν να μου εμπιστευόταν απόλυτα τη ζωή του, σαν να γνώριζε ότι θα μπορούσα να του ανακουφίσω τον πόνο του».
Ο Άσχημος τελικά πέθανε πριν προλάβει ο άντρας να φτάσει στο σπίτι του.
«Κάθισα σε κάποια σκαλοπάτια με το νεκρό γατί στην αγκαλιά μου για αρκετή ώρα και προσπαθούσα να σκεφτώ πώς ένα σημαδεμένο, παραμορφωμένο μικρό αδέσποτο μπόρεσε και άλλαξε έτσι τη ζωή μου. Πως μου δίδαξε μέσα σε τόσο λίγα δευτερόλεπτα τι σημαίνει να έχεις πραγματική καθαρότητα του πνεύματος, να αγαπάς τόσο απόλυτα και τόσο αληθινά. Να δίνεις, χωρίς να ζητάς ανταλλάγματα. Ο Άσχημος μου έμαθε πολλά περισσότερα για την προσφορά και τη συμπόνια από χίλια βιβλία, διαλέξεις ή τηλεοπτικές εκπομπές. Γι "αυτό θα τον ευχαριστώ για πάντα.
Ο Άσχημος ήταν σημαδεμένος εξωτερικά, αλλά εγώ ήμουν σημαδεμένος εσωτερικά. Ήταν ώρα για μένα να προχωρήσω και να μάθω να αγαπώ αληθινά και βαθιά. Για να δώσω τον εαυτό μου σε εκείνους που νοιάζονται για μένα.»]

Πηγή:dinfo.gr

 

DIAXORISTIKO1

periboli 

Ήρθα στον κόσμο αυτό να φτιάξω περιβόλι
να σχηματίσω ένα δέλτα στην έρημο,
να φυτέψω λεμονιές για τους γάμους σας
να συνθέσω τα χρώματα φτιάχνοντας
ουράνια τόξα για τα παιδιά
που θα παίξουνε στο χορτάρι μου
όταν εγώ θα κοιμάμαι βαθιά
και το χαμόγελό μου θα κρέμεται ολόλευκο
σ' ένα κλωνάρι μυγδαλιάς
που ο ουρανός θα το κουνάει.

Να φύγω αφήνοντας πίσω μου
ένα λιβάδι μ' απίθανα χρώματα,
έτσι που να μπορείτε να 'χετε όλοι σας
ένα μπουκέτο καλοσύνης στο τραπέζι σας
έτσι που να 'χει ο Χριστός δυο λουλούδια στα χέρια του
την Κυριακή που θα τον βγάλει η μητέρα του
να τον φωτογραφίσει με τους ψαράδες.

Από τη συλλογή Βασιλική δρυς (1959) του Νικηφόρου Βρεττάκου

 

DIAXORISTIKO1

 

Τα τσερκένια

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου (1963). Στο έργο αυτό περιγράφονται με νοσταλγική διάθεση η ζωή και οι περιπέτειες μιας παρέας παιδιών σε μια γειτονιά (Στου Χατζηφράγκου) της Σμύρνης στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ένα από τα παιδιά, γέρος πρόσφυγας πια στην Αθήνα, περιγράφει το έθιμο του πετάγματος των χαρταετών, που εκείνα τα χρόνια στη Σμύρνη τούς έλεγαν τσερκένια.

Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν? ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα ?ήτανε αντέτι? και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ? Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθεταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ? από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν? αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν? αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι... Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ? έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι ?όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά ? συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ? αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ?χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνειτάκλες ?να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ? αεροπλάνα? και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ? αλλουνού του ?παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ?ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο ?μισό τσέρκι, δηλαδή? με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του ?αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού? ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ?ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ? άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ? άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ? άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ? ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκαμεταλλίκια ?σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο? ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ?ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι... Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ? άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ? άστρα και οι κομήτες τ? ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ? αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν? ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.
Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.

Κοσμάς Πολίτης,
«Στου Χατζηφράγου», ΕΣΤΙΑ, 1962,
Α΄ Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1964

 

 

 


Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

[Γέρασες Χαρούλα! Όχι, όχι δε γέρασες επειδή άσπρισαν τα μαλλιά σου, πήρες σύνταξη, πονούν τα πόδια σου, δε βλέπεις καλά. Γέρασες γιατί ξέχασες αυτό που πίστευες στα νιάτα σου: «Η φτώχεια είναι ο εχθρός! Η φτώχεια και η αμορφωσιά!» Σαράνταπέντε χρόνια δασκάλα, σαράντα πέντε χρόνια δε λογάριασες και δε φοβήθηκες κανέναν. Σαν έβλεπες παιδί στερημένο, θυμάσαι, κυρία Χαρούλα, με τι πείσμα έπεφτες καταπάνω του; «Εδώ με έχουν πιότερο ανάγκη, εδώ θα παλέψω περισσότερο», έλεγες. Και έκανες ό,τι μπορούσες. έσκυβες πάνω από αυτά τα παιδιά, έχανες τον ύπνο σου για να βρεις τρόπους να βοηθήσεις. Γιατί από μικρή, νεοδιορισμένη δασκάλα, είχες εντοπίσει τον εχθρό! Και όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε, εκεί αυτός! Ακλόνητος, αμετακίνητος, πηγή όλων των δεινών! Η φτώχεια! Που συχνά, ευτυχώς όχι πάντα, έρχεται και κυοφορεί άρρωστα παιδιά: το φόβο, την αμορφωσιά, την κλεψιά, το φόνο. Και τώρα παραδίνεις τα όπλα σου, Χαρούλα; Γέρασες και δεν έχεις κουράγιο να παλέψεις; Και τι θέλει αυτή η άμοιρη η ανέχεια για να γεννήσει καλά παιδιά; Την αγκαλιά σου. Να την πάρεις στα χέρια σου, να την κανακέψεις, να τη φροντίσεις τρυφερά, να της μάθεις γράμματα, μήπως και διαβάσει το βιβλίο της ζωής.]

Γλυκερία Γκρέκου

 

 DIAXORISTIKO1

 

 

 

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος του Μενέλαου Λουντέμη "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα". Παρουσιάζει ανάγλυφα τον πόθο του φτωχού παιδιού να μάθει γράμματα, καθώς και την προσπάθεια να επιτύχει το στόχο του παρά τις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.

[Mια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι μετο καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες» που κάθονται στα γόνατά σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.
Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι*, δεν είχε χαρτοπουλειά*. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια* και, «σε παρακαλώ», του λέει, «αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρ' το μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω*, όμως...».
Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. «Πάρ' τα», του λέει. «Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια... μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;...». Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... «Άιντε, άιντε... Σύχασε*...», είπε. «Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;».
Σε τρεις μέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό απ' το βαγγέλιο, και του το 'δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού», λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ' το εσύ, μην 'πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε».
Το παιδί τ' άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι, «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ' όποιον ήθελε.

Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία.]

 

Η ενημέρωση του ιστότοπου γίνεται από τον/την Πληροφορικό (ΠΕ86) του σχολείου (Δέσποινα Τσιλιβίτη για το 2023-24)